Σμυρλή Δέσποινα

qode interactive strata
Εξωτερικοί Συνεργάτες

Κύρια Ερευνήτρια

Ηλεκτρονική Αλληλογραφία

penny@pasteur.gr

Τηλέφωνο

210-6478841

Η κύρια ερευνητική δραστηριότητα της ομάδας επικεντρώνεται στη μελέτη του πρωτοζώου της οικογένειας των Τρυπανοσωματιδών, τη Leishmania. Το παράσιτο αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα μιας ομάδας σημαντικών παραμελημένων ασθενειών ενδημικών σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές του πλανήτη, που χαρακτηρίζονται με τον γενικό όρο  «λεϊσμανίαση». Η λεϊσμανίαση μεταδίδεται από το δήγμα της θηλυκής σκνίπας, χαρακτηρίζεται ως ανθρωποζωονόσος, ενώ κατατάσσεται μόλις δεύτερη παρασιτική νόσος μετά την ελονοσία σε έτη ζωής προσαρμοσμένα στην αναπηρία (DALYSs).  Στον ξενιστή, τα παράσιτα πολλαπλασιάζονται στο λυσόσωμα των μακροφάγων αναστέλλοντας την αντιμικροβιακή δράσης τους. Μονοπάτια μεταγωγής σήματος παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην αναστολή της αντιμικροβιακής δράσης των μακροφάγων και ακολούθως στην εμφάνιση και εξέλιξη της νόσου. Στον άνθρωπο η λεϊσμανίαση εμφανίζεται με διαφορετικές κλινικές εκδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων των δερματικών, βλεννογονοδερματικών και σπλαχνικών, με την τελευταία μορφή να είναι η πιο σοβαρή, και θανατηφόρα εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία. Ελλείψει ενός προστατευτικού ανθρώπινου εμβολίου, ο έλεγχος της νόσου βασίζεται κυρίως στη χημειοθεραπεία, παρόλο που μόνο ελάχιστα  αντιλεϊσμανιακά φάρμακα είναι διαθέσιμα, τα περισσότερα από τα οποία, παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα, όπως ανάπτυξη της αντιπαρασιτική αντοχή. Πέρα από το περιορισμό των αντιλεϊσμανιακών θεραπειών, μεγάλες επιδημιολογικές αλλαγές έχουν σημειωθεί στην γειτονιά μας, με την πιο σημαντική την εμφάνιση μίας νέας μονοφυλετικής ομάδας παρασίτων, που προκαλούν ανθρωπονοτική  δερματική ή σπλαγχνική λεϊσμανίαση. Mε στόχο την αντιμετώπιση των τρεχουσών προκλήσεων αυτής της παραμελημένης τροπικής ασθένειας, οι βασικοί άξονες έρευνας του εργαστηρίου Μοριακής Παρασιτολογίας, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα: (i) Μεταβίβαση σήματος και μόρια που επηρεάζουν τον κυτταρικό κύκλο, και τη μολυσματικότητα του παρασίτου Leishmania και άλλων τρυπανοσωματιδών. Σε αυτό το πλαίσιο, διαγονιδιακά παράσιτα (υπερέκφραση, knock-out/ down) και μεθοδολογίες μοριακής και κυτταρικής βιολογίας χρησιμοποιούνται για τη διερεύνηση της κυτταρικής σηματοδότησης και των σημαντικών κυτταρικών διεργασιών (κινάσες GSK3, DYRK1, Aurora). (ii) Διερεύνηση της αλληλεπίδρασης ξενιστή-παθογόνου με έμφαση στο ρόλο της μεταγωγής σήματος. Στο πλαίσιο αυτό χρησιμοποιούνται τεχνικές κυτταρικής και βιολογίας συστημάτων [ποσοτικές (φωσφο)πρωτεομικές προσεγγίσεις (συνεργασία με το Ινστιτούτο Pasteur)] για να ταυτοποιηθούν πιθανοί μοριακοί στόχοι του ξενιστή που να ενεργοποιούν την κυτταρική άμυνα του οργανισμού. iii) Έρευνα για την ανακάλυψη και ανάπτυξη καινούριων αντιλεϊσμανιακών και αντιτρυπανοσωμικών φαρμάκων. Στα πλαίσια αυτά γίνεται έλεγχος μικρών ουσιών για την αναστολή ενζύμων (ανάπτυξη μη ραδιενεργών δοκιμασιών αναστολής κινασών με ικανότητα μεσαίας σάρωσης) και την ανατολή ανάπτυξης παρασιτικών σειρών. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται πειραματικά ζωικά μοντέλα σπλαχνικής και δερματικής λεϊσμανίασης, για τον έλεγχο της τοξικότητας και της αποτελεσματικότητας επιλεγμένων ουσιών. (iv) Κατανόηση νέων επιδημιολογικών προτύπων στην ΝΑ Ευρώπη, μηχανισμού τροπισμού και αντοχής στα φάρμακα. Διερεύνηση της σύνθετης επιδημιολογίας της Leishmania, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (μονοφυλετική ανθρωπονοτική ομάδα παρασίτων συμπλέγματος L. donovani στην Κύπρο και L. infantum από την Κρήτη και την Κύπρο), χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι τυποποίησης και ανάλυσης όλου του γονιδιώματος.

Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ